βιβλιολατρ(ε)ία

βιβλιολατρ(ε)ία
η
1. η υπερβολική αγάπη για τα βιβλία
2. η λατρεία ιερών βιβλίων σε ορισμένες θρησκείες.
[ΕΤΥΜΟΛ. βιβλιολατρεία < βιβλίο + λατρεία
βιβλιολατρία < βιβλιολάτρης (πρβλ. και λ. βιβλιοκαπηλ(ε)ία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”